άβολα
From LSJ
Ξυνετὸς πεφυκὼς φεῦγε τὴν κακουργίαν → Valens sagaci mente, quod pravum est, fuge → Wenn du verständig bist, dann flieh die Schlechtigkeit
Ξυνετὸς πεφυκὼς φεῦγε τὴν κακουργίαν → Valens sagaci mente, quod pravum est, fuge → Wenn du verständig bist, dann flieh die Schlechtigkeit
επίρρ. άβολος
1. όχι άνετα, όχι αναπαυτικά
2. απρόσφορα, ακατάλληλα
3. αντίξοα, «ανάποδα».