άβολα

From LSJ

Ξυνετὸς πεφυκὼς φεῦγε τὴν κακουργίαν → Valens sagaci mente, quod pravum est, fuge → Wenn du verständig bist, dann flieh die Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 398

Greek Monolingual

επίρρ. άβολος
1. όχι άνετα, όχι αναπαυτικά
2. απρόσφορα, ακατάλληλα
3. αντίξοα, «ανάποδα».