άργυφος

From LSJ

ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ → it chanced to be on the first of the month, that day fell on the first of the month

Source

Greek Monolingual

ἄργυφος, -ον (Α)
(επίθ. των προβάτων) αργύφεος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < θ. αργυ- (πρβλ. άργυρος) + -φος, επίθημα που χρησιμοποιείται σε ονόματα χρωμάτων ή ζώων].