έλκημα

From LSJ

ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws

Source

Greek Monolingual

ἕλκημα, το (Α)
φρ. «κυνῶν ἕλκημα» — αυτό που θα σύρουν και θα κατασπαράξουν τα σκυλιά.