αγλαόμορφος
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀγλαόμορφος, -ον)
1. αυτός που έχει λαμπρή, ωραία μορφή
2. ως επίθ. του θεού Διονύσου (CIG 1, 38).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγλαός + μορφή.