αδιοίκητος

From LSJ

ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀδιοίκητος, -ον)
αυτός που δεν έχει διοίκηση, ο ακυβέρνητος
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει καλή διοίκηση, παραμελημένος, κακοκυβέρνητος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + διοικῶ.
ΠΑΡ. ἀδιοικησία].