αδιπλασίαστος

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀδιπλασίαστος, -ον) διπλασιάζω
αυτός που δεν έχει διπλασιαστεί.