αετής

From LSJ

τυφὼς γὰρ ἐκβαίνειν παρασκευάζεται → a hurricane is getting ready to burst

Source

Greek Monolingual

ἀετής, -ές (Α)
ο αὐετής.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < -Fετής (με σίγηση του ενδοφωνηεντικού F) < - αθροιστ. + ἔτος.