αιθιοπικός

From LSJ

ὀδύνη λάζεται τὸν ἐγκέφαλον → pain seizes the brain, pain attacks the head

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α αἰθιοπικός, -ή, -όν) Αἰθίοψ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Αιθίοπες και στην Αιθιοπία.