ακαμαντορόας

From LSJ

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341

Greek Monolingual

ἀκαμαντορόας, ο (Α)
εκείνος που ρέει ακάματα, αδιάκοπα
«ἀκαμαντορόαν Ἀλφεὸν» (Βακχυλ. 5, 180).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκάμας -αντος + ῥέω].