ακροχορδόνα
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
Greek Monolingual
(Α ἀκροχορδών -όνος), η κρεατοελιά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (Ι) + χορδή.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκροχονδρονώδης].