ακυρολεξία

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source

Greek Monolingual

η (Μ ἀκυρολεξία) [ἀκυρολεκτῶ]
η ακυρολογία.