αλεπομούρης

From LSJ

Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr

Menander, Monostichoi, 559

Greek Monolingual

ο
αυτός που έχει όψη αλεπούς.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλεπού + μούρη].