αλευροπάζαρο

From LSJ

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source

Greek Monolingual

το
τόπος όπου γίνεται αγοραπωλησία αλεύρων, αλευραγορά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλεύρι + παζάρι].