αλητόπαιδο

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source

Greek Monolingual

το και αλητόπαις, ο
παιδί του δρόμου, αλάνι, χαμίνι, γαβριάς.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλήτης + παιδί].