αλληλοσυγχαίρομαι

From LSJ

ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head

Source

Greek Monolingual

δέχομαι τα συγχαρητήρια κάποιου και αντίστοιχα τον συγχαίρω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλληλο- + συγχαίρω (-ομαι)].