αλφώδης

From LSJ

Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf

Menander, Monostichoi, 520

Greek Monolingual

ἀλφώδης, -ες (Α)
λεπρός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλφός + παραγ. κατάλ. -ώδης].