αναγγελτικός

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό αναγγέλλω αυτός που αναγγέλλει, που γνωστοποιεί κάτι, ο κατάλληλος για αναγγελία.