αναδρομάρης

From LSJ

Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut

Menander, Monostichoi, 218

Greek Monolingual

-άρα, και -άρισσα, -ικο
1. αυτός που τρέχει πάνω-κάτω, που διαρκώς κινείται
2. αυτός που ανατρέχει σε παλαιότερα ιστορικά αρχεία, έγγραφα κ.λπ., που ασχολείται με έρευνες και αναζητήσεις, ιστοριοδίφης, ερευνητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναδρομή + -άρης].