ανθρωπόλαλος

From LSJ

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που έχει ανθρώπινη λαλιά, που βγάζει ανθρώπινη φωνή.