απαισιόμορφος

From LSJ

νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → it's better, you see, to understand and yet say nothing (Menander)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο αυτός που έχει απαίσια, αποκρουστική μορφή.