απολέπιση

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267

Greek Monolingual

η 1. το να αφαιρέσεις τα λέπια του ψαριού
2. ξεφλούδισμα της επιδερμίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απολεπίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή].