αρρενόθηλυς
From LSJ
Πλακουντοποιικόν σύγγραμμα → A Treatise on the Art of Making Cheesecake
Greek Monolingual
ἀρρενόθηλυς, -εια, -υ (Α)
βλ. αρσενόθηλυς.
Πλακουντοποιικόν σύγγραμμα → A Treatise on the Art of Making Cheesecake
ἀρρενόθηλυς, -εια, -υ (Α)
βλ. αρσενόθηλυς.