ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime
ἀρτόπωλις, η (Α)η πωλήτρια άρτου.[ΕΤΥΜΟΛ. < άρτος + -πωλις (-ιδος) < πωλώ].