Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ασκάλιστος

From LSJ

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀσκάλιστος, -ον)
αυτός που δεν έχει σκαλιστεί
νεοελλ.
εκείνος που δεν ερευνήθηκε με προσοχή.