ασκοπήρα
From LSJ
αὐτὸς γὰρ εὗρε τοῦ κακοῦ τὴν πιτύαν → he asked for trouble
Greek Monolingual
ἀσκοπήρα, η (Α)
ο δερμάτινος σάκος, το δισάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ασκός + πήρα, η «δερμάτινος σάκος, ταγάρι»].
αὐτὸς γὰρ εὗρε τοῦ κακοῦ τὴν πιτύαν → he asked for trouble
ἀσκοπήρα, η (Α)
ο δερμάτινος σάκος, το δισάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ασκός + πήρα, η «δερμάτινος σάκος, ταγάρι»].