ασπιδόδηκτος

From LSJ

λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells

Source

Greek Monolingual

ἀσπιδόδηκτος, -ον (Α)
αυτός που τον δάγκωσε ασπίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ασπίς (-ίδος) + -δηκτος < δάκνω (πρβλ. άδηκτος, καρδιόδηκτος)].