αυτοδιοίκηση

From LSJ

ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans

Source

Greek Monolingual

η
1. το να έχουν ορισμένοι οργανισμοί και νομικά πρόσωπα δική τους νομική προσωπικότητα και να ασκούν δοτή ή δευτερογενή δημόσια εξουσία
2. «τοπική αυτοδιοίκηση» — η διοίκηση των τοπικών υποθέσεων ορισμένης περιοχής από όργανα που εκλέγονται από τους πολίτες της περιοχής αυτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτοδιοικούμαι. Η λ., στον λόγιο τύπο, αυτοδιοίκησις, μαρτυρείται από το 1892 στον Εμμανουήλ Κόκκινο].