βαρβαρότητα

From LSJ

πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went

Source

Greek Monolingual

η (Μ βαρβαρότης)
η ιδιότητα του βαρβάρου
νεοελλ.
συμπεριφορά ή ενέργεια που αρμόζει σε βαρβάρους.