βαφτιστήρα
From LSJ
Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch
Greek Monolingual
η (Μ βαπτιστήρα)
η κολυμπήθρα του βαπτίσματος
νεοελλ.
η βαφτισιμιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. βαφτιστήρα < βαπτιστήρα < βαπτιστήριον.