βλοσυρόν

From LSJ

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source

Russian (Dvoretsky)

βλοσυρόν: adv. грозно (βλέπειν εἴς τινα Plut.).