ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone
-οαυτός που τρώει χώμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < γεω -(< γη) + -φαγος < (θ.) φαγ -, έφαγον (αόρ. β' του εσθίω)].