γεωφάγος

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source

Greek Monolingual

-ο
αυτός που τρώει χώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γεω -(< γη) + -φαγος < (θ.) φαγ -, έφαγον (αόρ. β' του εσθίω)].