γραμμικῶς

From LSJ

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source

Russian (Dvoretsky)

γραμμικῶς: с помощью линий или чертежей, т. е. геометрически (ἀποδείκνυσθαι Sext.).

Spanish

geométricamente