Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
και γρενάζι και γκρανάζι, το
1. οδοντωτός τροχός
2. προεξοχές και εγκοπές οδοντωτού τροχού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. < γαλλ. engrenage].