γρανάζι

From LSJ

Κέρδος πονηρὸν ζημίαν ἀεὶ φέρει → Quaestus iniquos damna consequi solent → Unehrlicher Gewinn trägt immer Strafe ein

Menander, Monostichoi, 301

Greek Monolingual

και γρενάζι και γκρανάζι, το
1. οδοντωτός τροχός
2. προεξοχές και εγκοπές οδοντωτού τροχού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. < γαλλ. engrenage].