γυναικοπρεπῶς
From LSJ
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
Spanish
Translations
effeminately
Galician: efeminadamente, afeminadamente; Greek: θηλυπρεπώς; Ancient Greek: ἀνάνδρως, γυναικείως, γυναικικῶς, γυναικοπρεπῶς, ἐκτεθηλυμμένως, θηλυδριωδῶς, Ἰωνικῶς, κεκλασμένως, μαλακῶς, μαλθακῶς, τεθρυμμένως; Italian: effemminatamente, effeminatamente; Polish: po babsku; Portuguese: efeminadamente; Spanish: afeminadamente, femenilmente