δαμασκήνωση

From LSJ

Δίωκε δόξην καὶ ἀρετήν, φεῦγε δὲ ψόγον → Virtutem sequere et laudem, fuge famam malam → Verfolge Ruhm und Tüchtigkeit, doch Tadel flieh

Menander, Monostichoi, 137

Greek Monolingual

η
η τέχνη του να προσαρμόζει κανείς σύρματα ή ελάσματα χρυσού σε σιδερένια ή χαλύβδινα αντικείμενα.