δενδροτρυπάνη

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source

Greek Monolingual

η
δασικό όργανο (είδος κοίλου τρυπανιού) με το οποίο επιτυγχάνεται η απόσπαση μικρού κυλινδρικού εγκάρσιου τμήματος από τον κορμό τών δένδρων, στο οποίο είναι δυνατόν να μετρηθούν οι δακτύλιοι και να εξακριβωθεί η ηλικία του δένδρου.