δερματάς

From LSJ

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source

Greek Monolingual

ο
1. αυτός που κατεργάζεται ή πουλάει δέρματα
2. πληθ. δερματάδες
ποικιλία αμπελιού.