δερματοειδής

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source

Greek Monolingual

(-ούς), -ές
αυτός που μοιάζει στην εμφάνιση ή την υφή με δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1842 στον Ξ. Λάνδερερ].