δερμώδης

From LSJ

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source

Greek Monolingual

-ες
όποιος ανήκει ή αναφέρεται στο δέρμα («δερμώδες νόσημα»).