δημαγωγικά
From LSJ
γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want
Greek Monolingual
επίρρ.
βλ. δημαγωγικός.
γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want
επίρρ.
βλ. δημαγωγικός.