διακτάομαι

From LSJ

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source

Spanish (DGE)

poseer sólo en v. pas. pertenecer ταυτὶ πρέποι ἂν τῇ θείᾳ τε καὶ ἀκηράτῳ διακεκτῆσθαι φύσει Cyr.Al.Nest.3.2 (p.60.10).