διαπρακτέον

From LSJ

ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman

Source

Spanish (DGE)

hay que hacer, hay que realizar οὔτε κοινῇ οὔτε ἰδίᾳ αὐτὸ δ. Elias in Cat.111.8.