διασυλάω
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
robar τῶν ἀρχομένων τὰ ὄντα Malch.2a.7
•fig. en v. pas. διασυλωμένων ... ψυχῶν Felix III Ep.P.p.14.26.