δουλικότητα
From LSJ
Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering
Greek Monolingual
η
η ιδιότητα του δουλικού, η δουλοπρέπεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δουλικότης μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Αγγ. Σ. Βλάχου].