δούλωτος

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source

Spanish (DGE)

-ον
esclavizado fig. ἄνθρωποι γὰρ ἀπὸ γενέσεως ... ἁμαρτίας δούλωτοι ὄντες Cat.Apoc.18.14 (p.444).