δόχμια

From LSJ

Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit

Menander, Monostichoi, 479

Russian (Dvoretsky)

δόχμια: adv. наискось, поперек (οὐρῆες δ. ἦλθον Hom.): δ. κόρας ὀμμάτων διαφέρειν Eur. взглянуть в сторону.