εικονόδουλος

From LSJ

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132

Greek Monolingual

-ο (Μ εἰκονόδουλος, -ον)
εικονολάτρης, αυτός που άκριτα λατρεύει τις εικόνες.