εκφυώς
From LSJ
ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → sexual intercourse for the purpose of bearing children
Greek Monolingual
ἐκφυῶς (Α)
επίρρ. έξοχα.
ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → sexual intercourse for the purpose of bearing children
ἐκφυῶς (Α)
επίρρ. έξοχα.