ελκωματικός
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἑλκωματικός, -ή, -όν)
αυτός που προξενεί ελκώματα.
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
-ή, -ό (Α ἑλκωματικός, -ή, -όν)
αυτός που προξενεί ελκώματα.