εξαμηνίτης

From LSJ

νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck

Source

Greek Monolingual

εξαμηνίτης, εξαμηνίτισσα, εξαμηνίτικο εξάμηνος
αυτός που γεννήθηκε μετά από έξι μηνών εμβρυϊκή ζωή.